Την
βλέπω σχεδόν κάθε μέρα…
Τρικλίζει πια, έχει χάσει την αίσθηση της
ισορροπίας. Τα ρούχα πάνω στη σάρκα που
δεν έχει λίπος, ούτε μυς, φθείρονται όλο και πιο πολύ. Στέκει πάντα εκεί, έξω
από τον «Γρηγόρη» στη Σοφοκλέους, απέναντι από τον παλιό βωμό του καπιταλισμού,
ως ειρωνική εικόνα, κομπάρσος σ' ένα θίασο που έχει αποτύχει. Κοινωνικά, πάντως,
σίγουρα. Το μάτι δεν σηκώνεται πολύ, ίσα, ίσα να κοιτάξει λίγο τον πελάτη. Το χέρι, μόλις που βαστάζει το συνήθως άδειο, πλαστικό, ελαφρύ και τσαλακωμένο ποτήρι, που σπάνια, νομίζω όλο και πιο
σπάνια πια γεμίζει με λίγα ψιλά. Κρίση. Το
στόμα ψελλίζει κάτι «παρακαλώ», κάτι ελάχιστα φωνήεντα μικρής ύπαρξης ζωής.
Η
ντρόγκα είναι φοβερή. Καταστρέφει τα
πάντα. Σώμα, πνεύμα, άνθρωπο,
οικογένεια, κοινωνικό ιστό. Στην Αθήνα
του 2011, τα ναρκωτικά και ο εξευτελισμός, χτυπούν κόκκινο. Στα μούτρα μας κυκλοφορούν οι ζωντανοί
νεκροί. Στα μούτρα του τουρίστα, που
όπως μου ανέφερε και προσφάτως ένας φίλος επισκέπτης από έξω, είναι συγκλονιστικό,
το πως κατεβαίνεις αυτό το «μεγάλο δρόμο» (βλ. Πανεπιστημίου) και όλα γίνονται
τόσο χάλια. Ειδικά στη διαδρομή για το
Εθνικό Αρχ. Μουσείο, ήταν δε το κάτι άλλο.
«Τρυπιόντουσαν στα μάτια μου! Περίεργο. Σπάνια σε τουριστικές πόλεις
νιώθεις έτσι!»
Αυτή η διαδρομή αποδεικνύει το στρεβλό μας πρόσωπο. Από τα Dior και τα Attica, με τις κοκόνες και τους κοκωβιούς, στη
χαβούζα της Ομόνοιας, που πάντα είχε ένα αέρα decadence, απλά τώρα ο «καρκίνος» έχει
προχωρήσει, η σήψη έχει εξαπλωθεί σ’ όλο το Κέντρο. Αφημένο, παρατημένο, συνεχίζει να ακούει
εξαγγελίες από τις Μπιρμπίλη που έφυγαν, από Δημάρχους που ακόμα το σκέφτονται
και εξετάζουν νόμους και ίσες αποστάσεις.
Έτσι… Να τα βάλουμε ακόμα κάτω από το χαλί. Να κάνω τη δουλειά μου να
φύγω.
Αλλά οι περισσότεροι κάτοικοι, μέτοικοι γαρ, δεν αγαπάνε το κέντρο. Δεν το νιώθουν σπίτι τους. Τα χωριά τους ονειρεύονται. Οι μισοί και βάλε,
προσπαθούν να κάνουν την πόλη χωριό. Εμ δε γίνεται αυτό! Έτσι το άφησαν και οι
έχοντες τα κουμάντα. Παρακμή. Αδιαφορία. Φθορά. Συμπαρασύροντας τα πάντα. Ανθρώπους,
κατοικίες, καταστήματα. Ήρθε και η
οικονομική παρακμή. Μαραζώσαμε.
Αλλά βαρέθηκα και εγώ και αρκετοί άλλοι εδώ
κάτω να τα λέμε. Γινόμαστε γραφικοί.
Άλλωστε τα προάστια προσφέρουν τα μαξιλάρια που θέλετε. Τον εφησυχασμό. Το να μη βλέπουμε. Σύμφωνοι.
Δε σας διευκολύνει κανένας. Πως
άλλωστε να μεγαλώσει το παιδί; Με ποιες υποδομές; Δε ξέρω πια. Θα κρατήσω μόνο τα λόγια μιας
μητέρας που μεγαλώνει στο Μεταξουργείο την κόρη της. «Θέλω να καταλάβει μόνη
της πως ο κόσμος δεν είναι ίδιος. Τα μάτια επεξεργάζονται τα πάντα. Πως δεν είναι όλα ρόδινα…» Αυστηρή για
μητέρα; Ίσως. Αλλά ρεαλιστική.
Στάθηκα στην ουρά στο
«Γρηγόρη». Πρόσθεσα μια ζεστή Τυρόπιτα στη σακούλα μου. Βγήκα έξω. Η άγνωστη κοπέλα, που χθες την είδα στο
Σύνταγμα, κοιμόταν σα ζωντανή νεκρή χυμένη πάνω στο βρώμικο πλακόστρωτο. «Καλημέρα…» της είπα. Αλαφιασμένη, τρομαγμένη, ξύπνησε από το λήθαργο. Δεν ήθελα να την ξυπνήσω, γιατί ο ύπνος θα
της φέρνει ίσως μια ηρεμία. Ίσως και εφιάλτες. Άφησα την τυρόπιτα στο πλάι της και την ακούμπησα λίγο στα μαλλιά,
μια ανάσα ανθρώπινης επαφής.
Έφυγα. Δεν γύρισα πίσω να δω. Άκουσα το μικρό τσαλάκωμα της σακούλας, που
σηκώθηκε και πήγε μάλλον πεινασμένα προς τα μαύρα χείλια. Πείνα. Σκυφτός κατηφόρισα την Αριστείδου.
Βούρκωσα. Πολύ μέσα μου όμως. Ήρθε από μέσα, από το στομάχι το άτιμο το σφίξιμο. Από μια η αίσθηση που βοηθάς σε γεμίζει, από την άλλη η αίσθηση
του δεν ξέρω πια τι να κάνω με αυτό το θέμα. Η απελπισία. Άνθρωποι είναι
γαμώτο. Σαν και εσένα και εμένα. Κάπου το έχασαν. Δεν γίνεται να επαφίενται όλα στη συμπόνια μας. Δεν προχωρά αυτό το πράμα πια.
Δεν προχωρά πια όλο το Κέντρο μας. Η καρδιά
της πόλης, η δικιά μας δε σηκώνει άλλο… Θέλω και εγώ βοήθεια. Και οι άλλοι που επιμένουμε εδώ. Κουραστήκαμε… Κουραστήκαμε μέτοικοι… και όσο
και να πηγαίνουμε «διακοπές» από τη ζωή, αυτή σε χαστουκίζει πανάθεμα της
άμεσα, κοφτά.
Έτσι ανώμαλα προσγειώθηκα
στα βρώμικα τσιμεντένια πλακάκια της Πραξιτέλους.
1 σχόλιο:
πόρεσες και έκφρασες αυτό ακριβώς που νιώθω... σε ευχαριστώ (κάτοικος Ομόνοιας)
Δημοσίευση σχολίου