Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

Κρατώντας την ελπίδα, μέσα από τα σκουπίδια της Αθήνας.

Οδός Σταδίου.  Πρώτα έκλεισε το διπλανό μαγαζί του ίδιου ιδιοκτήτη.  Τώρα ήρθε και η σειρά αυτού. Η παρακμή της εμπορικής αχρηστίας ιστορικών δρόμων του Κέντρου, συνεχίζεται ακάθεκτη...
Οδοιπορικό Νοέμβρη στο Κέντρο

Η πράσινη πόρτα της εξόδου, στην παλιά πολυκατοικία στην οδό Σαρρή, άνοιξε με τριγμό. Βγήκα στο κατώφλι και κοίταξα το θέατρο απέναντι, που ετοιμαζόταν για την Λαϊκή Απογευματινή της Τετάρτης. Ψόφια πράγματα.  Η μαρκίζα φωτεινή, διαλαλά την παράσταση. Θεατές ακόμα δεν υπάρχουν.  Άλλωστε είναι νωρίς. Χώνομαι στα στενά του Ψυρρή, που ξεψυχά, αφού το ξεζούμισαν οι μαφιόζοι της νυχτερινής διασκέδασης, με τις ευλογίες του Δήμου.  Τώρα τρώνε τις σάρκες της πόλης στο Γκάζι.  Μετά στο Μεταξουργείο και αλλού.  Του πήραν τη ζωή και την πέταξαν αφού το ξεκοκάλισαν.  

Τα κρεμαστά φώτα στους δρόμους, τα μισά σβηστά, τα μισά σπασμένα, δρόμοι ολόκληροι σκοτεινοί.  Κυβόλιθοι παρατημένοι σε μια γωνιά, που δε συνδέθηκαν ποτέ μεταξύ τους, στέκουν κρυφά εμπόδια και μικρά στραμπουλήγματα του μέλλοντος στον απρόσεκτο διαβάτη.  Καταστήματα αδειανά, άλλα, κυρίως εστιατόρια, ετοιμάζονται να υποδεχτούν την πελατεία, αν αυτή ορίσει φυσικά. Ενοικιάζεται, πωλείται, ενοικιάζεται, πωλείται...  Η παρακμή και η έλλειψη κάποιου μακρόπνοου σχεδίου στήριξης, σε περιμένουν σε κάθε βήμα.  Λίγες καλές προσπάθειες χάνονται στο βούρκο. Σαν ηλίθιες και σχεδόν προκλητικές ταμπέλες του Δήμου Αθηναίων, λένε για "αναβάθμιση".

Στέκομαι στο μικρό μαγαζί της Κατερίνας και του Γιάννη, το Sabater Hermanos  στην οδό Αγ. Αναργύρων 31 στου Ψυρρή. Τους γνώρισα τυχαία, όταν άνοιξαν περνώντας με το ποδήλατο. Τα αρωματικά, μυρωδάτα σαπούνια από την Αργεντινή, προσπαθούν όσο μπορούν να δώσουν χρώμα και άρωμα σε μια γειτονιά που σπάνια πια καθαρίζεται, τα φρεάτια βρωμάνε μόλις φυσά νοτιάς.  Και σήμερα φυσά...  

Η μπόχα "εισχωρεί" ελαφριά και ύπουλα ακόμα και στο περιποιημένο και καθαρό μαγαζάκι. Η Κατερίνα, είναι ανήσυχη.  Μετά τη Σαρρή, μου λέει δεν πάμε πια εύκολα.  "Τι κρίμα, πως κατάντησε γκέτο;" Σαν να το ματιάσαμε, ένας εξαρτημένος ξαφνικά έρχεται και τρικλίζει στην πόρτα, σαν χιλιοπαιγμένο έργο μπροστά μας, τα μάτια χαμένα στην άβυσσο.  Η Κατερίνα σκύβει το κεφάλι: "Κάθε μέρα αυτό. Δεκάδες άνθρωποι. Πόσο θα αντέξουμε ακόμα; Για πες μου, πως θα έρθει κανένας άνθρωπος, κάποιος τουρίστας να ρίξει μια ματιά; Ας μη ψωνίσει, μόνο να έρθει, να δει έστω... Αυτούς ποιος θα τους βοηθήσει;"  Το παλεύει η Κατερίνα. Νιώθω την ανάγκη να πάρω κάτι, έστω ένα μικρό σαπούνι, μέχρι 5€, ένα δώρο, όσο μπορώ να στηρίξω λίγο τους τελευταίους που το παλεύουν ακόμα στην περιοχή και αξίζει ο κόπος τους.

Στην οδό Νίκης πίσω από τα Public, το ίδιο το "αναβάθμιση του κέντρου" Κατάστημα, ρυπαίνει το κατώφλι του, μαζί και οι υπόλοιποι έμποροι της περιοχής, σα να μην νοιάζονται για τίποτα.  Ένας δρόμος σκουπίδια!  Και ο Δήμος αντί να τους συμμαζέψει το σιγοντάρει, αφήνοντας να διαιωνίζεται αυτή η κατάσταση. Η πόλη είμαστε εμείς πάνω απ' όλα.
Ανεβαίνω προς την Αθηνάς.  Ένα τεραστίων διαστάσεων Αμερικάνικο τζιποειδές, από αυτά σα φέρετρο, προσπαθεί να στρίψει στα στενά. Τραπεζοκαθίσματα άναρχα απλωμένα στο δρόμο με κόσμο, πανικόβλητα σηκώνονται.  "Περνάς, περνάς!" φωνάζει ο μαγαζάτορας και κανένας δεν μπαίνει στον κόπο να διανοηθεί τι στο καλό κάνει αυτό το όχημα εξ' αρχής μέσα στην Αθήνα.  Το ύφος της μπλαζέ ξανθιάς κοπέλας στη θέση του συνοδηγού, με τσαντάκι Luis Vuitton και έντονο κόκκινο νύχι, σα να μου δίνει μια απάντηση...

Στις αντιφάσεις της πόλης, μια μικρή ουρά για την απογευματινή παράσταση στο Θέατρο Αλίκη, από τα λίγα που τέλος πάντων κρατάνε με τον τρόπο τους τα μπόσικα.
Περπατώ για την Αθηνάς. Κόβω από στενάκια πλησίον της Ευριπίδου και για πρώτη φορά στη ζωή μου στην Αθήνα,  και ας έχω περπατήσει στο Bronx, στο Harlem της δεκαετίας του 90 στη Ν. Υόρκη, στα Hackney East, στα παρατημένα Docklands στο Λονδίνο και σε σκοτεινά σοκάκια του Tarlabasi στην Κων/πολη που ποτέ δεν ένιωσα έτσι, εδώ νιώθω να με παρακολουθούν. Μαζεύω σάκο μπροστά στο στήθος, στις γωνίες με κοιτάνε 2-3 περίεργα, ίσως μοιάζω με τουρίστα, έτσι όπως έχω ένα κόκκινο εκδρομικό σάκο και μια μπλούζα που γράφει "Espana", αισθάνομαι άβολα, το wise street thinking με καλεί για δράση, επιταχύνω να βγω στην Αθηνάς γρήγορα, που έχει ακόμα λιγοστά φώτα, λιγοστή κίνηση.  Στη Βαρβάκειο, η ψαρίλα ξεπλένεται με ένα όχημα του Δήμου, τα λέπια και τα απόνερα, τρέχουν στους υπονόμους, πηδώ πάνω από τα βρωμερά νερά, τα στόρια απέναντι στο κρεοπωλείο κατεβαίνουν... Σκέφτομαι να μπω λίγο στο "Notos Home", μπας και φτιάξει η διάθεση.  Να δω τουλάχιστον μπας και υπάρχει έστω η πλαστή επίφαση της καταναλωτικής ζωής που "φυτεύτηκε" στην πλατεία Κοτζιά... ή κάτι τέτοιο  τέλος πάντων, σαν τελευταίο καταφύγιο σε μια Αθήνα που ψυχορραγεί. 


Σκουπιδότοπος
Τίποτα.  Τετάρτη απόγευμα...  Οι σκάλες και οι όροφοι άδειοι, υπάλληλοι που απλά περιμένουν κανένα πελάτη να τους βγάλει από την ανία του να μην έχεις κόσμο, καφετιέρες, σεντόνια και πρώιμα Χριστουγεννιάτικα στολίδια και ελαφάκια, στέκονται έτσι σαν μπιμπελό, άψυχα υλικά, ζυγισμένα, στοιχισμένα. Το σκηνικό ντιζαινάτου σπιτιού και εξελιγμένων συσκευών που φτιάχνουν πατώντας ένα κουμπί καφέδες, σοκολάτες και τσάγια, μου φαντάζει τουλάχιστον χιουμοριστικό σε σχέση με αυτά που περιτριγυρίζουν την μικρή κιβωτό κατανάλωσης οικιακών ειδών, που λίγα μέτρα από το κατώφλι της, η σαπίλα έρχεται και φεύγει. Σαν την παλίρροια έρχεται μόλις πέσει το σκοτάδι αλλά τώρα πια και μέσα στην ημέρα.  Κάθε ώρα.  Βγαίνω στα γρήγορα έξω.  Τουλάχιστον σκέφτομαι ας υπάρχει και αυτό, ένα λίγο φωτεινό κτίριο, μια προσπάθεια ακόμα.  Για σκεφτείτε αν δεν υπήρχε ούτε αυτό εκεί...

Στην Αιόλου μια "τρελή", (αλλά τι είναι τρελό τελικά;), φωνάζει αγριεμένη, διαπληκτίζεται με ένα φανταστικό πρόσωπο ή υπαρκτό, ποιος ξέρει, οι φωνές της χτυπάνε στο "επιβλητικό" κτίριο του Μάριου Μπότα, της Εθνικής Τράπεζας.  Η κατασκευή, με την άδεια βάση για να φαίνεται το τείχος της παλιάς πόλης των Αθηνών, κάνει ηχώ και γυρίζει τη φωνή της.   Βλέπω πια πολλούς τρελούς στους δρόμους και έχω γίνει απαθής.  Γιατί έχω γίνει απαθής; Με έχουν κάνει πια απαθή;  Σα να έχει ανοίξει τις πόρτες ένα τρελάδικο και να έχουν ξεχυθεί στους δρόμους.  Δεν με ενοχλούν. Απλά με λυπούν. Συνάνθρωποι που έχουν και αυτοί ανάγκη από βοήθεια. Χάνεται φωνάζοντας στο βάθος του δρόμου, η φωνή απορροφάται στα τσιμέντα.



Μια "Μερσεντάρα", με ανοιχτές μηχανές στέκεται στην είσοδο του κτιρίου, πάνω στο πεζόδρομο φυσικά, γιατί το στέλεχος θα κουραστεί να περπατήσει 10 μέτρα στο δρόμο πιο κάτω.  Ποιος να νοιαστεί άλλωστε;  Η Τράπεζα κάνει κουμάντο στο πάνω μέρος της πλατείας.  Ανεβαίνοντας τη Σοφοκλέους, τουλάχιστον οι τυρόπιτες του "ΜΑΜ" είναι ακόμα εκεί και περιμένουν κανένα πεινασμένο. Δίνουν αμυδρά ένα τόνο φωτεινό, αλλά το σκοτάδι έχει πέσει, και φως στο δρόμο δεν υπάρχει ακόμα αναμμένο.  Τα μηχανάκια δεν με αφήνουν να περάσω απέναντι, ατάκτως ερριμμένα σε διαβάσεις και πεζοδρόμια, κάνω μικρά ακροβατικά...περνώ.

Στη Σταδίου, τα ρολά κατεβασμένα.  Τα μισώ τα ρολά.  Η βία των δρόμων, η βια αυτών που σπάνε, τα απόνερα του 2008, οι συγκρούσεις στο κέντρο για το κάθε τι, η κατανοητή πια ανάγκη του καθένα να προστατέψει την περιουσία του, ήρθαν και μας έβαλαν παντού "ρολά".  Ρολά και σίδερα, όλα προστατευμένα στις ζωές μας και στις διαδρομές μας, σκοτεινοί δρόμοι, μόνο μέταλλο αντί για μια βόλτα σε βραδυνές βιτρίνες. Η βία πέτυχε αυτό που ήθελε.  Την έρημη πόλη, την αποξένωση, το να βγεις να περπατήσεις σε μια λεωφόρο ζωντανή. Κατάντησε η πόλη, κακοσχεδιασμένο φρούριο, το να βλέπεις κλειδαριές και αμπαρωμένες πόρτες παντού. Μια διαρκώς αυξανόμενη ψυχολογική βία στον πολίτη.  Τρόμος, κίνδυνος, ασφάλεια, "προστασία".

Οι άστεγοι στήνουν τα μικρά τους σπιτικά στην Εμπορική Τράπεζα, ο γνωστός άνθρωπος που περιμένει κάθε βράδυ μπροστά στο κλειστό "Kaufmann" μια βοήθεια  παίρνει τη θέση του. Κάθε μέρα, κάθε νύχτα το ίδιο σκηνικό.  Στον "Ιανό", τελευταίο μέρος που μπήκαν ρολά, απηύδησαν και αυτοί, τους τα είχανε κάνει συχνά-πυκνά λαμπόγυαλα, ο τοίχος αριστερά που κάποτε στέγαζε φαντεζί ανακοινώσεις και φωτογραφίες, ξεκοιλιασμένος, στέκει ακόμα μαυρισμένος, άδειος, η τζαμαρία έχει "κατεβεί" προ πολλού, δεν τον φτιάχνει κανείς.  Αδιαφορία.  Αλλά και να το φτιάξει, πάλι θα του το "κατεβάσουν", οπότε ας βάλουμε και πάλι "ρολό".  Προστασία. Στα 100 μέτρα πιο κάτω, "ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ" φωνάζει η ανακοίνωση ότι δεν πάει άλλο.

Δεν ξέρω τι με έπιασε. Η πόλη σήμερα το βράδυ σα να έχει βαλθεί να μου πει κάτι, να φωνάξει βοήθεια, να ζητήσει μια δράση, μια λύση.  Στο Θέατρο Αλίκη, στο τετράγωνο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, που λέγεται πια "Attica", και αποτελεί ας τολμήσω να πω, μια κάποια νότα αισιοδοξίας στη μιζέρια τουλάχιστον για λόγους εμφάνισης, αν όχι για τίποτα άλλο, ο κόσμος περιμένει να κόψει εισιτήρια για τη Λαϊκή Απογευματινή.  Πάλι καλά που υπάρχουν και τα θέατρα, σκέφτομαι.  Μικρές νησίδες ζωής, ελπίδας.  Σα μικρό καταφύγιο στη θλίψη που μου "φτύνει" στα μούτρα σήμερα η πόλη, ήρθε η ιδέα να δω στο "Θέατρο Δ. Χόρν", λίγο πιο πάνω, μια παράσταση, μια φάρσα του Τζ. Όρτον, "Τι είδε ο Μπάτλερ;".  Συναντώ στην Αμερικής μια φίλη τυχαία, πάμε; Πάμε! 

Ατέλειες, (πάλι καλά που έστω υπάρχει αυτό) και τσουπ χώνομαι στο κάθισμα.  1,5 ώρα  περνά έτσι, λίγο γελώ, φάρσα το έργο, έξυπνο, καλοκουρδισμένος ο θίασος, έχει ρυθμό, ξεχνιέμαι.  Καλή πρόταση, αν θέλετε να ξεφύγετε λιγάκι, η αν έρθει καμιά θεία από την επαρχία... 

Τα χάλια της οδού Νίκης, χαστούκι στο πρόσωπο
Βγαίνουμε από το θέατρο, ελαφρά βήματα από τη Βουκουρεστίου προς τα κάτω, ψάχνουμε να βρούμε τα free-press της Πέμπτης. Στο φανάρι της Ερμού, στο Σύνταγμα, η φίλη αναρωτιέται γιατί το πράσινο για τους πεζούς κρατάει τόσο λίγο.  Τι να απαντήσεις στην πόλη την αυτοκινητοκρατούμενη;  Ότι οι ρόδες έχουν περισσότερη σημασία από τον άνθρωπο;  


Και έτσι ξαφνικά, στρίβοντας στην Νίκης μας ήρθε το τελικό χαστούκι.  Σαν μια γροθιά, η εικόνα ενός ολόκληρου δρόμου πνιγμένου σε σκουπίδια, υλικά εμπορικά, κούτες και σταντ που οι μαγαζάτορες και το ίδιο το Public προφανώς, δεν ήθελαν και απλά πέταξαν, παρατημένα άναρχα στο δρόμο, στέκουν εκεί και φωνάζουν από μόνα τους για την εγκατάλειψη πια μιας ολόκληρης πόλης.  Για τη διάβρωση της ζωής μας.  Κάθε βράδυ γίνεται αυτό.  

Χρειάστηκαν λίγα χιλιόμετρα περπάτημα από μια γειτονιά σε μια άλλη για να διαπιστώσω πάλι και πάλι, το τι;  Αυτά που λέμε και λέμε και λέμε.  Και γράφουμε και γράφουμε και γράφουμε, που έχω καταντήσει γραφικός πια, που είπα να μη σας πρήζω άλλο με τις εικόνες αυτές, να δω τα ωραία της πόλης, όπως μου διατάσσει ο νυν "άρχοντας".  


Ναι αλλά δεν μπορώ άνθρωπε μου.  Δεν μπορώ.  Τι να κάνω; Να κλείσω τα μάτια, να ζω εικονική πραγματικότητα;  Δεν με αφήνεις! Δεν με αφήνετε σε χλωρό κλαρί. Που να βρω ελπίδα, στα σκουπίδια σας; Πες μου που να βρω.  Κάθε μέρα εδώ περπατώ, αναπνέω, ποδηλατώ, ονειρεύομαι, γελώ και κλαίω, συναντώ και δουλεύω, αγαπώ και μισώ, και έχω ΔΙΚΑΙΩΜΑ να έχω αξιοπρέπεια, ανθρώπινη, αστική γύρω μου.  

Ναι αλλά δεν έχω... 
Δεν έχω...


Μου την έκλεψες, κλέψατε, χρόνια τώρα...  Μου την καταστρέφετε γιατί σκέφτεστε την πάρτη σας μόνο και τα καρώ σας πουκάμισα-κουρτίνες. Τα Χριστουγεννιάτικα δέντρα σας και τις γιορτές σας όταν ζωές έχουν χαθεί.  Υβριστές.


Στις 5/5/2010, είχα γενέθλια και η πόλη έχασε τη ψυχή της, μαζί και 3 ανθρώπους αν θυμάστε.  Εγώ δεν τα ξεχνώ αυτά τα Ματωμένα Γενέθλια.  Στις 14 Νοέμβρη, ημέρα Κυριακή, έχω γιορτή. Ονομαστική. Μια ελπίδα μόνο μου μένει στα σκουπίδια να την ψάξω, να  την βρω τσαλαπατημένη, βρώμικη, να την ξεσκονίσω και να την σηκώσω.  Και ναι. Δε ξέρω και να σας πω δεν περιμένω πια να αλλάξει κανένας πολιτικάντης θεαματικά τα πράγματα για εμένα. Σιγά, το παραμύθι τους δεν το τρώω πια.  Η ελπίδα όμως που θέλω να σηκώσω, να κρατήσω στα χέρια, είναι ότι τουλάχιστον κάποιοι εκεί έξω θα σηκωθούν με τη συνείδησή τους καθαρή, να περπατήσουν μέχρι το σχολείο της γειτονιάς και τουλάχιστον να μου κάνουν χωρίς να ξέρουν, ένα δώρο.  Όχι για το αποτέλεσμα ή το πρόσωπο.  Απλά, ότι υπάρχουν ακόμα νοήμονες άνθρωποι που ξεχωρίζουν έστω και λίγο αυτό που βλάπτει, που πρέπει να αλλάξει.  Ότι έστω έτσι κουτσά και λειψά, με αυτή τη ριμάδα διαδικασία που υποτίθεται πως έχουμε "κερδίσει" με αγώνες, μπορεί, ναι μπορεί να γίνει ένα τσαφ.  

Θα σπάσετε άραγε την ελπίδα σε κομμάτια; 
Θα πέσει πάλι στο δρόμο, θρύψαλα να γίνει;
Εσείς την κρατάτε πια...
Σας την έχω χαρίσει...

Σαν ένα κουτάβι στους στίχους της Αρλέτας, 
εκεί στην υποβαθμισμένη πια Πλατεία Αμερικής.
Που περιμένει και περιμένει.
















4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Η κατάντια της Αθήνας είναι απλά ο αφρός στο κύμα παρακμής που σαρώνει την Ελλάδα.

Μη ζητάμε πολλά από μια χώρα και μια κοινωνία που από το 1987 περίπου, έζησε σε εικονική πραγματικότητα από μπουζούκια, νεοπλουτισμό και μηδέν περιεχόμενο.

Όλα στην παιδεία και τον πολιτισμό ανάγονται τελικά, και η Ελλάδα της μεταπολίτευσης πάντα υπήρξε πάμπτωχη και στα δύο.

Το σχόλιο σου για την κοπέλα στο τζιπ τα λέει όλα νομίζω.

Συγχαρητήρια για το πολύ καλό αυτό post.

Ανώνυμος είπε...

vre filippe,

ta eipes ola toso petyximena... ti na prosthesw egw;

apla tha pw mono oti oute egw elpizw poly stis allages sth dimotikh eksousia opou autes epiteuxthikan (opws px sto xwrio mou), alla toulaxisto h allagh einai mia elpida oti kati kalytero ISWS na symbei.

ilias/gl

Ανώνυμος είπε...

oriste, apo thn pikra mou dibazontas to post sou, mperdepsa ta logia mou:

'apla tha pw mono oti oute egw eimai bebaios oti oi allages sth dimotikh eksousia opou autes epiteuxthikan (opws px sto xwrio mou) tha feroun kala apotelesmata, alla toulaxisto h allagh einai mia elpida oti kati kalytero ISWS na symbei. oloi na elpisoume theloume. de nomizw kaneis ellinas na einai pia bebaios gia tipota'.

filia polla (tis euxes tin kyriakh!!),

ilias/gl

Coco είπε...

στου Ψυρρή ανάμεσα από τα καθίσματα
ουσιαστικά πεζόδρομος
πίσω από τους Αγ. Αναργύρους
παρόμοια σκηνή με τζιπ
αλλά μέσα ήταν δυο μαφιόζοι
περιπολία

αυτό πέρισι καλοκαίρι

σ΄ένα χώρο που δεν είχα πού ν΄αφήσω το ποδήλατο να μην ενοχλεί
και τό΄χα ανεβάσει στα κάγκελα



χρόνια πολλά Πεταλάκη!