Σάββατο απόγευμα και ο δρόμος με φέρνει στο σταθμό της Ομόνοιας...
Κατεβαίνοντας τις κυλιόμενες σκάλες, βλέπω μια κυρία πεσμένη, τσάντα πεταμένη, σώμα χυμένο, παραδομένο στην κύλιση της σκάλας, απλά κουνιόταν λίγο πέρα-δώθε. Με κάτι παιδιά μπροστά, σταματάμε και σκύβω...
Ακούω τη φωνή μιας κυρίας που ανέβαινε τις σκάλες... "Βοηθήστε παιδιά την κυρία, έχει πέσει..."
Δεν χρειαζόταν να μου το πει...
Βλέπω ένα απελπισμένο πρόσωπο, κλάμα σφιγμένο, αναφιλητά, παραδομένο σε μια αφασία, στο δικό του κόσμο. Μυρωδιά έντονη αλκοόλ, ζώνη λυμένη και πεταμένη στο πάτωμα, μια ζακέτα πεσμένη από τους ώμους. Είναι περίπου 45 χρονών, δόντια σπασμένα...Τα δάκρυα κυλούσαν από τα σκοτεινιασμένα μάτια που απλά κοιτούσαν τον τοίχο απέναντι. Λέω στο παιδί δίπλα, ¨έλα, πιάσε, να τη σηκώσουμε..."
Την πιάνουμε, τη σηκώνουμε, μαζεύω την τσάντα της... "Θέλετε να δέσετε τη ζώνη σας; Θέλετε να σας βοηθήσω;" Συνειδητοποιεί λίγο που βρίσκεται, προσπαθεί, τρικλίζει την κουμπώνει κακήν κακώς... Κοιτάζω το παιδί δίπλα μου, με κοιτάζει πολύ αμήχανα, είναι δεν είναι 20 χρονών... Πιάνω την αίσθηση της απορίας του, της συνειδητοποίησης ότι ο κόσμος γύρω μας δεν είναι τόσο ρόδινος όσο θέλουν να τον παρουσιάζουν. Μια απορία, γιατί είναι έτσι αυτή η γυναίκα. Κανείς δεν ξέρει... και μάλλον δεν θα μάθει ποτέ.
Κοιτάζω, σκανάρω το χώρο γύρω μου, κάμερες υπάρχουν; Ήθελα να δω αν κάποιος από τους υπεύθυνους του σταθμού έχει αντιληφθεί κάτι, και απλά δεν κάνει τίποτα, δεν βλέπω καμία να πω την αλήθεια, τυχεροί είναι... Θα άκουγαν τα μύρια, μόνο με τα ποδήλατα ασχολούνται...
"Που πάτε;" τη ρωτώ. Με κοιτάζει για πρώτη φορά και με βλέπει καλά, μάτια πρησμένα... Με ζυγιάζει, της χαμογελώ, σκέφτεται, λέει "Στην Καλλιθέα".
"Εδώ δεν είστε καλά... Εδώ είναι για το Μετρό... Καλλιθέα με τον ηλεκτρικό πρέπει να πάτε"... Κοιτάζει πάνω, κάτω, νιώθω ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει μόνη της, πάει να κλάψει... "Θέλετε να σας πάω εγώ;" Με κοιτάζει, ξέρω ότι δεν είναι απόλυτα μεθυσμένη, ούτε "ναρκωμένη", απλά έχει παραδοθεί. Δεν περιμένω την απάντηση, την πιάνω αγκαζέ, την παίρνω από τον ώμο... "Πάμε..." Λέω στα παιδιά δίπλα, "αφήστε θα την πάω εγώ". Μια κυρία δίπλα, μου χαμογελά και μ' ένα νεύμα μου μιλάει, "καλά κάνεις"...
Τη σφίγγω λίγο από των ώμο, συμμαζεύεται, με κοιτάζει και λίγο τα μάτια της αναθαρρύνουν, το πρόσωπο της κάπως φωτίζεται. "Σ' ευχαριστώ...". "Πως σε λένε;" ρωτώ. "Ματίνα" απαντά. "Τι έγινε βρε Ματίνα;" συνεχίζω... "Άσε... Καλλιθέα πάω, να πάρω χρήματα... δεν έχω..."
"Έλα, έλα πάει, πέρασε..."
Και ξαφνικά νιώθω το σφίξιμο της πάνω μου, τα χέρια της να με πιέζουν στη μέση, θέλει να νιώσει κάτι αυτή η γυναίκα, θέλει μια ασφάλεια... "Σ'ευχαριστώ..." ψελλίζει. Γραπώθηκε, περπατάμε σιγά, σιγά αλλά πλέον είναι πιο σίγουρη, δεν τρικλίζει, βλέπω στα χέρια της μελανιές... Τι κρύβεται πίσω από το σώμα αυτής της γυναίκας, τι κουβαλάει μέσα της σκέφτομαι... Θέλει πιο πολύ αγκαλιά, τις χαμογελώ, "Καλύτερα ε;" Ναι μου γνέφει.... Με κοιτάζει μέσα στα μάτια...
Προσπερνάμε κάτι αστυνομικούς που απλά μας χαζεύουν, μια νεαρή αστυνομικίνα 23 - 24 το πολύ, μακιγιαρισμένη στην τρίχα, απλά κορδώνεται και φτιάχνει τη τραγιάσκα, δεν δίνουν σημασία, μας κοιτάνε μάλλον με αηδία... Στην υπηρεσία του πολίτη, λοιπόν! Όπως και αν είναι, σε ότι κατάσταση και αν είναι... Γιατί να ρωτήσουν άλλωστε; Τι τους νοιάζει; Κάνουν το κομμάτι τους. Τη βάρδια τους στη Δημόσια δουλίτσα τους, με την απαιτούμενη βαριεστημάρα του ρόλου τους... Στην Ελλάδα του 2008, ο Αστυνομικός είναι για να κατεβάζει τα βρακιά των μεταναστών και να τους την πέφτει για τα χαρτιά τους... Κοινωνική συναίσθηση ελάχιστη/μηδαμινή...
Φτάνουμε στον ηλεκτρικό, μου επαναλαμβάνει ότι θέλει να πάει στην Καλλιθέα. "Μην ανησυχείς" λέω. Μιλάω σε κάποια παιδιά δίπλα, ρωτώ αν μπορούν να την προσέχουν όταν μπουν στο τρένο, πάνε μέχρι το Θησείο, αλλά ΟΚ θα τη βοηθήσουν.... "Ματίνα" λέω, "θα σε αφήσω σε λίγο, όταν έρθει το τρένο, εντάξει;..." Με κοιτάζει και με λίγα δάκρυα μου σφίγγει το μπράτσο και τη μέση, "Σ' ευχαριστώ τόσο πολύ... θα πάω στην Καλλιθέα. Θα πάω σπίτι..." Να πας, άγνωστη Ματίνα... Μια αγκαλιά ήθελε και η Ματίνα, τίποτα άλλο... Μου κουνάει το κεφάλι καθώς φεύγω, σκουπίζει το πρόσωπο...
Μια αγκαλιά που κανείς μάλλον για πάρα, μα πάρα πολύ καιρό δεν της έχει δώσει, κανείς δεν την έχει ακούσει, κανείς δεν την έχει βοηθήσει, κανείς δεν έχει κάτσει να δει γιατί έχει μελανιές στα χέρια, κανείς.... Ούτε ο εαυτός της ο ίδιος δεν θέλει να την ακούσει... Σκέφτομαι, καθώς πάω στο Μετρό, αυτές τις ψυχές ποιος, πως μπορεί να της βοηθήσει, ζωντανούς νεκρούς, η κοινωνία τους πετά στην άκρη, στα διαζώματα της Ομόνοιας, της Σωκράτους, της Μενάνδρου, της Ζήνωνος... Στη μαύρη τρύπα που κανείς δεν θέλει να δει, να αντιμετωπίσει... Ποιος να τη ξαναβάλει στο τρένο, στο τρένο της ζωής... Μόνη μάλλον πια δεν μπορεί, ίσως δεν θέλει, προτιμά να ζει στον κόσμο της αλκοόλης... Σκέφτομαι, πόσο οι κοινωνίες μας, εδώ και έξω έχουν γίνει έτσι, ψυχές απλά αφήνονται... Μια αγκαλιά ήθελε η Ματίνα... Πόσο κοστίζει αυτό; Κάπου ν΄ακουμπήσει.
Στο βαγόνι, κάθομαι με το εισιτήριο στο χέρι, μπαίνει ένα νεαρό, πολύ νεαρό ζευγαράκι, piercing, βαμμένα μαλλιά, αγόρι και κορίτσι, φιλιούνται, είναι ερωτευμένοι, ξεκάθαρα, αγκαλιάζονται σφιχτά...Κοιτάζονται, κάνουν όνειρα. Η ζωή σε αντιφάσεις. Πριν πολλά χρόνια ίσως και η Ματίνα έκανε όνειρα...
Κατεβαίνοντας τις κυλιόμενες σκάλες, βλέπω μια κυρία πεσμένη, τσάντα πεταμένη, σώμα χυμένο, παραδομένο στην κύλιση της σκάλας, απλά κουνιόταν λίγο πέρα-δώθε. Με κάτι παιδιά μπροστά, σταματάμε και σκύβω...
Ακούω τη φωνή μιας κυρίας που ανέβαινε τις σκάλες... "Βοηθήστε παιδιά την κυρία, έχει πέσει..."
Δεν χρειαζόταν να μου το πει...
Βλέπω ένα απελπισμένο πρόσωπο, κλάμα σφιγμένο, αναφιλητά, παραδομένο σε μια αφασία, στο δικό του κόσμο. Μυρωδιά έντονη αλκοόλ, ζώνη λυμένη και πεταμένη στο πάτωμα, μια ζακέτα πεσμένη από τους ώμους. Είναι περίπου 45 χρονών, δόντια σπασμένα...Τα δάκρυα κυλούσαν από τα σκοτεινιασμένα μάτια που απλά κοιτούσαν τον τοίχο απέναντι. Λέω στο παιδί δίπλα, ¨έλα, πιάσε, να τη σηκώσουμε..."
Την πιάνουμε, τη σηκώνουμε, μαζεύω την τσάντα της... "Θέλετε να δέσετε τη ζώνη σας; Θέλετε να σας βοηθήσω;" Συνειδητοποιεί λίγο που βρίσκεται, προσπαθεί, τρικλίζει την κουμπώνει κακήν κακώς... Κοιτάζω το παιδί δίπλα μου, με κοιτάζει πολύ αμήχανα, είναι δεν είναι 20 χρονών... Πιάνω την αίσθηση της απορίας του, της συνειδητοποίησης ότι ο κόσμος γύρω μας δεν είναι τόσο ρόδινος όσο θέλουν να τον παρουσιάζουν. Μια απορία, γιατί είναι έτσι αυτή η γυναίκα. Κανείς δεν ξέρει... και μάλλον δεν θα μάθει ποτέ.
Κοιτάζω, σκανάρω το χώρο γύρω μου, κάμερες υπάρχουν; Ήθελα να δω αν κάποιος από τους υπεύθυνους του σταθμού έχει αντιληφθεί κάτι, και απλά δεν κάνει τίποτα, δεν βλέπω καμία να πω την αλήθεια, τυχεροί είναι... Θα άκουγαν τα μύρια, μόνο με τα ποδήλατα ασχολούνται...
"Που πάτε;" τη ρωτώ. Με κοιτάζει για πρώτη φορά και με βλέπει καλά, μάτια πρησμένα... Με ζυγιάζει, της χαμογελώ, σκέφτεται, λέει "Στην Καλλιθέα".
"Εδώ δεν είστε καλά... Εδώ είναι για το Μετρό... Καλλιθέα με τον ηλεκτρικό πρέπει να πάτε"... Κοιτάζει πάνω, κάτω, νιώθω ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει μόνη της, πάει να κλάψει... "Θέλετε να σας πάω εγώ;" Με κοιτάζει, ξέρω ότι δεν είναι απόλυτα μεθυσμένη, ούτε "ναρκωμένη", απλά έχει παραδοθεί. Δεν περιμένω την απάντηση, την πιάνω αγκαζέ, την παίρνω από τον ώμο... "Πάμε..." Λέω στα παιδιά δίπλα, "αφήστε θα την πάω εγώ". Μια κυρία δίπλα, μου χαμογελά και μ' ένα νεύμα μου μιλάει, "καλά κάνεις"...
Τη σφίγγω λίγο από των ώμο, συμμαζεύεται, με κοιτάζει και λίγο τα μάτια της αναθαρρύνουν, το πρόσωπο της κάπως φωτίζεται. "Σ' ευχαριστώ...". "Πως σε λένε;" ρωτώ. "Ματίνα" απαντά. "Τι έγινε βρε Ματίνα;" συνεχίζω... "Άσε... Καλλιθέα πάω, να πάρω χρήματα... δεν έχω..."
"Έλα, έλα πάει, πέρασε..."
Και ξαφνικά νιώθω το σφίξιμο της πάνω μου, τα χέρια της να με πιέζουν στη μέση, θέλει να νιώσει κάτι αυτή η γυναίκα, θέλει μια ασφάλεια... "Σ'ευχαριστώ..." ψελλίζει. Γραπώθηκε, περπατάμε σιγά, σιγά αλλά πλέον είναι πιο σίγουρη, δεν τρικλίζει, βλέπω στα χέρια της μελανιές... Τι κρύβεται πίσω από το σώμα αυτής της γυναίκας, τι κουβαλάει μέσα της σκέφτομαι... Θέλει πιο πολύ αγκαλιά, τις χαμογελώ, "Καλύτερα ε;" Ναι μου γνέφει.... Με κοιτάζει μέσα στα μάτια...
Προσπερνάμε κάτι αστυνομικούς που απλά μας χαζεύουν, μια νεαρή αστυνομικίνα 23 - 24 το πολύ, μακιγιαρισμένη στην τρίχα, απλά κορδώνεται και φτιάχνει τη τραγιάσκα, δεν δίνουν σημασία, μας κοιτάνε μάλλον με αηδία... Στην υπηρεσία του πολίτη, λοιπόν! Όπως και αν είναι, σε ότι κατάσταση και αν είναι... Γιατί να ρωτήσουν άλλωστε; Τι τους νοιάζει; Κάνουν το κομμάτι τους. Τη βάρδια τους στη Δημόσια δουλίτσα τους, με την απαιτούμενη βαριεστημάρα του ρόλου τους... Στην Ελλάδα του 2008, ο Αστυνομικός είναι για να κατεβάζει τα βρακιά των μεταναστών και να τους την πέφτει για τα χαρτιά τους... Κοινωνική συναίσθηση ελάχιστη/μηδαμινή...
Φτάνουμε στον ηλεκτρικό, μου επαναλαμβάνει ότι θέλει να πάει στην Καλλιθέα. "Μην ανησυχείς" λέω. Μιλάω σε κάποια παιδιά δίπλα, ρωτώ αν μπορούν να την προσέχουν όταν μπουν στο τρένο, πάνε μέχρι το Θησείο, αλλά ΟΚ θα τη βοηθήσουν.... "Ματίνα" λέω, "θα σε αφήσω σε λίγο, όταν έρθει το τρένο, εντάξει;..." Με κοιτάζει και με λίγα δάκρυα μου σφίγγει το μπράτσο και τη μέση, "Σ' ευχαριστώ τόσο πολύ... θα πάω στην Καλλιθέα. Θα πάω σπίτι..." Να πας, άγνωστη Ματίνα... Μια αγκαλιά ήθελε και η Ματίνα, τίποτα άλλο... Μου κουνάει το κεφάλι καθώς φεύγω, σκουπίζει το πρόσωπο...
Μια αγκαλιά που κανείς μάλλον για πάρα, μα πάρα πολύ καιρό δεν της έχει δώσει, κανείς δεν την έχει ακούσει, κανείς δεν την έχει βοηθήσει, κανείς δεν έχει κάτσει να δει γιατί έχει μελανιές στα χέρια, κανείς.... Ούτε ο εαυτός της ο ίδιος δεν θέλει να την ακούσει... Σκέφτομαι, καθώς πάω στο Μετρό, αυτές τις ψυχές ποιος, πως μπορεί να της βοηθήσει, ζωντανούς νεκρούς, η κοινωνία τους πετά στην άκρη, στα διαζώματα της Ομόνοιας, της Σωκράτους, της Μενάνδρου, της Ζήνωνος... Στη μαύρη τρύπα που κανείς δεν θέλει να δει, να αντιμετωπίσει... Ποιος να τη ξαναβάλει στο τρένο, στο τρένο της ζωής... Μόνη μάλλον πια δεν μπορεί, ίσως δεν θέλει, προτιμά να ζει στον κόσμο της αλκοόλης... Σκέφτομαι, πόσο οι κοινωνίες μας, εδώ και έξω έχουν γίνει έτσι, ψυχές απλά αφήνονται... Μια αγκαλιά ήθελε η Ματίνα... Πόσο κοστίζει αυτό; Κάπου ν΄ακουμπήσει.
Στο βαγόνι, κάθομαι με το εισιτήριο στο χέρι, μπαίνει ένα νεαρό, πολύ νεαρό ζευγαράκι, piercing, βαμμένα μαλλιά, αγόρι και κορίτσι, φιλιούνται, είναι ερωτευμένοι, ξεκάθαρα, αγκαλιάζονται σφιχτά...Κοιτάζονται, κάνουν όνειρα. Η ζωή σε αντιφάσεις. Πριν πολλά χρόνια ίσως και η Ματίνα έκανε όνειρα...
3 σχόλια:
kala ekanes kai to egrapses-moirasthkes!!!
filia
g.
Με συγκίνησες.
Μικρές καθημερινές στιγμές στη πόλη.. τόσο κοντινές μας..
apsogo to keimenaki.
Δημοσίευση σχολίου